- προοπτικώς
- Νεπίρρ.βλ. προοπτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προοπτικός — ή, ό / προοπτικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προοπτική 2. αυτός που απεικονίζεται με βάση τους κανόνες τής προοπτικής (α. «προοπτικό σχέδιο») 3. το θηλ. ως ουσ. βλ. προοπτική 4. το αρσ. ως ουσ. ο προοπτικός (ανατ.)… … Dictionary of Greek